- κατακολυμβητής
- κατακολυμβητής, ὁ (Α) [κατακολυμβώ]ο δύτης («ταῡτα δὲ ποιοῡσι καὶ οἱ κατακολυμβηταί, ὅταν εἰς βυθὸν ἑαυτοὺς ἀφῶσι», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακολυμβηταί — κατακολυμβητής diver masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακολυμβητοῦ — κατακολυμβητής diver masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακολυμβητῇ — κατακολυμβητής diver masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακολυμβητῆι — κατακολυμβητῇ , κατακολυμβητής diver masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)